σαπιολέμονο

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

το, Ν
1. σάπιο λεμόνι
2. (κατ' επέκτ.) λεμόνι που έχει κοπεί και στυφθεί
3. φρ. «τον πήραν με τα σαπιολέμονα» — του πέταξαν λεμονόκουπες σε ένδειξη αποδοκιμασίας, τον αποδοκίμασαν έντονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπιος + λεμόνι].