σάρπος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
German (Pape)
[Seite 864] ὁ, eine hölzerne Kiste, E. M; bei den Bithynern ein hölzernes Haus, sonst μόσυν, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σάρπος: ὁ, ξύλινον κιβώτιον ἢ θήκη, «σάρπους· κιβωτούς. Βιθυνοὶ δὲ ξυλίνας οἰκίας» Ἡσύχ.· πρβλ. σάρπη.
Greek Monolingual
και σαρπός, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κιβωτός, Βιθυνοὶ δὲ ξύλινον οἰκίαν».