σίλφιο

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

Greek Monolingual

το / σίλφιον, ΝΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών, που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα της τάξης αστεριώδη, με 12 είδη, πολλά από τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν ως τονωτικά και αποχρεμπτικά
αρχ.
τόπος στον οποίο φυτρώνει σίλφιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης, πιθ. αφρικανικής. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. silphium].