σκανδικώδης

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκανδῑκώδης Medium diacritics: σκανδικώδης Low diacritics: σκανδικώδης Capitals: ΣΚΑΝΔΙΚΩΔΗΣ
Transliteration A: skandikṓdēs Transliteration B: skandikōdēs Transliteration C: skandikodis Beta Code: skandikw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like, of the nature of wild chervil, Thphr.HP7.11.1.

German (Pape)

[Seite 889] ες, kerbetartig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκανδῑκώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς σκάνδικα, ἔχων τὰς ἰδιότητας τῆς σκάνδικος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 1.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σκάνδιξ, -ικος]
όμοιος με άγριο λάχανο ή αυτός που έχει τις ιδιότητες του παραπάνω φυτού.