σκελόδεσμον
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
τό,
A garter, crurarium, Gloss.
Greek Monolingual
τὸ, Α
περισκελίδα, περικνημίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + δεσμός.