σκληροκοιτώ
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
-έω, Α
κοιμάμαι σε σκληρό κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -κοιτῶ, μέσω αμάρτυρου αρχ. σκληρόκοιτος].
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
-έω, Α
κοιμάμαι σε σκληρό κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -κοιτῶ, μέσω αμάρτυρου αρχ. σκληρόκοιτος].