σκληροκοιτώ

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
κοιμάμαι σε σκληρό κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -κοιτῶ, μέσω αμάρτυρου αρχ. σκληρόκοιτος].