γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
και σουγλερός, -ή, -ό, Ναιχμηρός, μυτερός, οξύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < σούβλα / σούγλα + κατάλ. -ερός (πρβλ. μυτ-ερός)].