σοβαρότητα
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Greek Monolingual
η / σοβαρότης, -ητος, ΝΜΑ σοβαρός
νεοελλ.
1. αξιοπρέπεια, σπουδαιότητα
2. εμβρίθεια, βαθύτητα
3. κρισιμότητα
μσν.-αρχ.
αλαζονεία, αγέρωχο ύφος.