σπαραξικάρδιος

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που σπαράζει την καρδιά, πολύ οδυνηρόςσπαραξικάρδιος θρήνος»)
2. ειρων. προσποιητά θλιβερός, προσποιητά οδυνηρός («πολύ σπαραξικάρδια είναι αυτά που λές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάραξις «σπασμός» + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι-κάρδιος, συνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Ισιδ. Σκυλίσση].