σπουδαιοφανής

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που φαίνεται σπουδαίος χωρίς πράγματι να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαίος + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. σοβαρο-φανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].