στεατοκήλη

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεᾱτοκήλη Medium diacritics: στεατοκήλη Low diacritics: στεατοκήλη Capitals: ΣΤΕΑΤΟΚΗΛΗ
Transliteration A: steatokḗlē Transliteration B: steatokēlē Transliteration C: steatokili Beta Code: steatokh/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A sebaceous formation in the scrotum, Gal.14.780.

Greek (Liddell-Scott)

στεᾱτοκήλη: ἡ, στεατώδης τις σχηματισμὸς κατὰ τὸν σάκκον τῶν ὄρχεων, Γαλην.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
στεάτωμα
αρχ.
λιπώδης ή σμηγματώδης κήλη του οσχέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος + κήλη (πρβλ. βρογχο-κήλη)].