κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Full diacritics: στεᾱτοκήλη | Medium diacritics: στεατοκήλη | Low diacritics: στεατοκήλη | Capitals: ΣΤΕΑΤΟΚΗΛΗ |
Transliteration A: steatokḗlē | Transliteration B: steatokēlē | Transliteration C: steatokili | Beta Code: steatokh/lh |
ἡ,
A sebaceous formation in the scrotum, Gal.14.780.
στεᾱτοκήλη: ἡ, στεατώδης τις σχηματισμὸς κατὰ τὸν σάκκον τῶν ὄρχεων, Γαλην.
η, ΝΑ
νεοελλ.
στεάτωμα
αρχ.
λιπώδης ή σμηγματώδης κήλη του οσχέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος + κήλη (πρβλ. βρογχο-κήλη)].