στρύχνος
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
German (Pape)
[Seite 957] ὁ, auch ἡ ein Pflanzengeschlecht Nachtschatten. wovon die Alten vier Gattungen kannten, deren einige giftig waren, andere eine eßbare, weinsäuerliche Beere trugen, Theophr., Diosc. S. auch τρύχνος.
Greek (Liddell-Scott)
στρύχνος: ὁ, καὶ ἡ, solinum, οἰκογένεια φυτῶν ὧν οἱ παλαιοὶ ἐγίνωσκον τρία ἢ τέσσαρα εἴδη, τινὰ αὐτῶν δηλητηριώδη, ἓν δὲ (στρύχνος κηπαῖος) φέρον καρπὸν ἐδώδιμον, ῥᾶγας μετὰ χυμοῦ οἰνώδους καὶ ὑποξίζοντος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 15, 4, Διοσκ. 4. 71-4.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και στρύχνος και τρύχνος, ἡ, Α
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λογανιίδες και περιλαμβάνει 200 περίπου είδη ξυλωδών φυτών που είναι ιθαγενή τών τροπικών και υποτροπικών περιοχών
αρχ.
ονομασία φυτών, μεταξύ τών οποίων μερικά είναι δηλητηριώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του στρύχνον, με αλλαγή γένους].