συμπαράταξη
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
Greek Monolingual
η / συμπαράταξις, -άξεως, ΝΜΑ συμπαρατάσσω
η μαζί με άλλους παράταξη, ιδίως σε αγώνα ή σε μάχη
νεοελλ.
συνεργασία, άτυπη συμμαχία («η συμπαράταξη τών κομμάτων της αντιπολίτευσης εναντίον της κυβέρνησης»).