συγκατασπώ

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
1. παρασύρω μαζί, συμπαρασύρω («ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν συγκατεσπᾱσθε», Λουκιαν.)
2. καταπίνω, καταβροχθίζω («τὸ ἄγκιστρον τῷ δελέατι συγκατασπάσας», Λουκιαν.)
3. παθ. συγκατασπῶμαι, -άομαι
πιθ. υπάγομαι στην κυριαρχία κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατασπῶ «έλκω, σύρω, τραβώ, καταβροχθίζω»].

Greek Monolingual

-άω, Α
1. παρασύρω μαζί, συμπαρασύρω («ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν συγκατεσπᾱσθε», Λουκιαν.)
2. καταπίνω, καταβροχθίζω («τὸ ἄγκιστρον τῷ δελέατι συγκατασπάσας», Λουκιαν.)
3. παθ. συγκατασπῶμαι, -άομαι
πιθ. υπάγομαι στην κυριαρχία κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατασπῶ «έλκω, σύρω, τραβώ, καταβροχθίζω»].