συμπροΐημι
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek (Liddell-Scott)
συμπροΐημι: συμπροπέμπω, προπέμπω, Ἀριστ. Μηχαν. 4. 3, Θεόδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 2, σ. 439.
Greek Monolingual
ΜΑ
καταβάλλω από κοινού με άλλον χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προΐημι «αφήνω, παραδίδω»].
Greek Monolingual
ΜΑ
καταβάλλω από κοινού με άλλον χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προΐημι «αφήνω, παραδίδω»].