συνεκπίνω

From LSJ
Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπίνω Medium diacritics: συνεκπίνω Low diacritics: συνεκπίνω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΙΝΩ
Transliteration A: synekpínō Transliteration B: synekpinō Transliteration C: synekpino Beta Code: sunekpi/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A drink off together, τὸ κέρας X.An.7.3.32.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπίνω: [ῑ], ἐκπίνω, συνεξέπιε τὸ κέρας Ξεν. Ἀναβ. 7. 3, 32.

French (Bailly abrégé)

boire jusqu’à la dernière goutte ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκπίνω.

Greek Monolingual

Α
πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπίνω «πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω»].

Greek Monolingual

Α
πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπίνω «πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω»].