συνεπικυρώ
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Greek Monolingual
-έω, Α
επικυρώνω κι εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικυρῶ «επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω»].
Greek Monolingual
-έω, Α
επικυρώνω κι εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικυρῶ «επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω»].