φρονιμάδα

From LSJ
Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

η, Ν
1. φρόνηση, σωφροσύνη
2. σοβαρότητα χαρακτήρα
3. χρηστότητα, ηθικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνιμος + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμ-άδα)].