συνηττώμαι

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

και συνησσῶμαι, -άομαι, ΜΑ
ηττώμαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἡττῶμαι «νικιέμαι, βγαίνω ηττημένος» (< ἥττων «κατώτερος, υποδεέστερος»)].