Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
και φουχτώνω Ν χούφτα / φούχτα
1. πιάνω κάτι με την χούφτα, πιάνω γερά
2. αρπάζω («μού χούφτωσε τα χρήματα και έφυγε»)
3. μτφ. κάνω βίαιη ερωτική χειρονομία.