χουφτώνω

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

και φουχτώνω Ν χούφτα / φούχτα
1. πιάνω κάτι με την χούφτα, πιάνω γερά
2. αρπάζω («μού χούφτωσε τα χρήματα και έφυγε»)
3. μτφ. κάνω βίαιη ερωτική χειρονομία.