τρόλεϋ
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
τεχνολ. ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητο που κινείται στους δημόσιους δρόμους και σε καθορισμένες διαδρομές, κυλιόμενο πάνω σε πνευστά ελαστικά επίσωτρα και τροφοδοτούμενο με ηλεκτρικό ρεύμα μέσω εναέριας δισύρματης γραμμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. trolley, πιθ. < troll «κυλώ» + υποκορ. κατάλ. -y].