υπολοχαγός

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

Greek Monolingual

ο / ὑπολόχαγος, ΝΑ
νεοελλ.
στρ. βαθμός αξιωματικού του στρατού ξηράς αμέσως ανώτερος του ανθυπολοχαγού και αμέσως κατώτερος του λοχαγού
αρχ.
αξιωματικός κατώτερος του λοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λοχαγός.