Φρεάρριος
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
du dème Φρέαρροι.
Greek Monolingual
και πιθ. τ. Φρεάρροος, -ον, Α
1. προσωνυμία της θεάς Δήμητρος, πιθανώς λόγω του αφιερωμένου σ' αυτήν Καλλιχόρου φρέατος στην Ελευσίνα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Φρεάρριοι
ονομασία δήμου.