ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
Αμτφ. θέτω κάτι υπό τον έλεγχο κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἱδρύω «βάζω κάποιον να καθίσει, εγκαθιστώ»].