ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
[Seite 1313] τριχος, mit Haaren wie Meergras, mit Meergras wie mit Haaren bewachsen, πέτρα Ath. IV, 135 b aus Matron.
-τριχος, ὁ, ἡ, Α
καλυμμένος με πολλά φύκη («φυκότριχος πέτρης», Μάτρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό-θριξ, σταχυό-θριξ].