φυκόθριξ
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
-τριχος, ὁ, ἡ, shaggy with seaweed, πέτρη Matro Conv. 26.
German (Pape)
[Seite 1313] τριχος, mit Haaren wie Meergras, mit Meergras wie mit Haaren bewachsen, πέτρα Ath. IV, 135 b aus Matron.
Greek Monolingual
-τριχος, ὁ, ἡ, Α
καλυμμένος με πολλά φύκη («φυκότριχος πέτρης», Μάτρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό-θριξ, σταχυό-θριξ].