υδροφύλαξ
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
-ακος, ὁ, ΜΑ
φύλακας ή επόπτης τών κοινών υδρευτικών ή αρδευτικών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + φύλαξ (πρβλ. λιμενο-φύλαξ)].