συσπειρώνω

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Greek Monolingual

συσπειρῶ, -όω, ΝΑ
1. συστρέφω κάτι σπειροειδώς, κουλουριάζω, κουβαριάζω
2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σπειροῦμαι (< σπεῖρα)].