τρισκαίδεκα
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
and compds.,
A v. τρεισκαίδεκα and compds.
Greek (Liddell-Scott)
τρισκαίδεκα: ἴδε τρεισκαίδεκα.
French (Bailly abrégé)
c. τρεισκαίδεκα.
Greek Monolingual
οἱ, αἱ, τὰ, ουδ. και τριακαίδεκα, Α
βλ. τρεισκαίδεκα.