τυφέκιο
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
Greek Monolingual
και τυφέκι και τουφέκι και ντουφέκι, το, Ν
φορητό οπισθογεμές πυροβόλο όπλο, που αποτελεί τον βασικό οπλισμό του οπλίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tufek. Ο τ. τυφέκι οφείλεται σε υπεραστισμό (πρβλ. βόμβα: μπόμπα). Ο τ. τυφέκιον μαρτυρείται από το 1834 στον Γ. Θεοχαρόπουλο, ενώ ο τ. ντουφέκι από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ].