τυφέκιο

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source

Greek Monolingual

και τυφέκι και τουφέκι και ντουφέκι, το, Ν
φορητό οπισθογεμές πυροβόλο όπλο, που αποτελεί τον βασικό οπλισμό του οπλίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tufek. Ο τ. τυφέκι οφείλεται σε υπεραστισμό (πρβλ. βόμβα: μπόμπα). Ο τ. τυφέκιον μαρτυρείται από το 1834 στον Γ. Θεοχαρόπουλο, ενώ ο τ. ντουφέκι από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ].