και τζινώ και τσινάω και τζινάω Ν
1. (για υποζύγιο) α) λακτίζω, κλοτσώ
β) αγριεύω
2. μτφ. (για πρόσ.) α) (μτβ.) εξοργίζω κάποιον
β) (αμτβ.) εξοργίζομαι, δυσανασχετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τινάζω, με μαλάκωμα του -τ- πριν από το -ι- (πρβλ. κλημα-τσ-ίδα < κλημα-τ-ίδα)].