τσινώ

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

και τζινώ και τσινάω και τζινάω Ν
1. (για υποζύγιο) α) λακτίζω, κλοτσώ
β) αγριεύω
2. μτφ. (για πρόσ.) α) (μτβ.) εξοργίζω κάποιον
β) (αμτβ.) εξοργίζομαι, δυσανασχετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τινάζω, με μαλάκωμα του -τ- πριν από το -ι- (πρβλ. κλημα-τσ-ίδα < κλημα-τ-ίδα)].