υποχονδριακός

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποχονδριακός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και υποχοντριακός Ν ὑποχόνδριος / ὑποχόντριος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποχόνδριο
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποχονδρία («υποχονδριακές εκδηλώσεις»)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υποχονδρία
3. μτφ. ακοινώνητος, δύστροπος, στρυφνός.