χαύναξ
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1341] ακος, ὁ, ein Maulaffe, auch ein Aufschneider, Betrüger, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χαύναξ: -ᾱκος, ὁ, κομπαστής, ἀλαζών, ψευδολόγος, ἀπατεών, «χαυνάκων· χαυνοποιῶν, οἱ δὲ χαυνολόγων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-αύνακος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αλαζόνας ή απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το επίθ. χαῦνος με το επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. γαύρ-αξ, φέν-αξ)].