Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φούστα

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

η, Ν
1. γυναικείο ένδυμα που ποικίλλει στο σχήμα και το μήκος και στηρίζεται στη μέση
2. ναυτ. μακρόστενο πλοίο με πανιά και κουπιά, που χρησιμοποιούσαν οι πειρατές
3. στον πληθ. οι φούστες
συνεκδ. πειρατικές επιδρομές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fusta].