υπερεκθεραπεύω
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Α
με υπερβολικές περιποιήσεις προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἐκθεραπεύω «με περιποιήσεις κάνω φίλο μου κάποιον»].