συνομολόγηση
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
Greek Monolingual
η, Ν
1. αμοιβαία ομολογία
2. σύναψη συμφωνίας, σύναψη σύμβασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνομολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. συνομολόγησις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].