συνομολόγηση

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324

Greek Monolingual

η, Ν
1. αμοιβαία ομολογία
2. σύναψη συμφωνίας, σύναψη σύμβασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνομολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. συνομολόγησις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].