υποδεκανέας

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
στρ. στρατιωτικός βαθμός μεταξύ του στρατιώτη και του δεκανέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δεκανέας. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδεκανεύς, μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Ἐφημερίς τῆς κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος].