χαμαιπαγής

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιπᾰγής: -ές, ὁ προσκεκολλημένος εἰς τὸ ἔδαφος, χαμηλός, Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. 126.

Greek Monolingual

-ές, Α
προσκολλημένος στη γη, κολλημένος στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ἀρτι-παγής, ὑψι-παγής].