υπομήκης
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
ὑπόμηκες, ΜΑ
αυτός που έχει σχήμα κάπως επίμηκες, μακρουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἐπι-μήκης].