υπομήκης

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

ὑπόμηκες, ΜΑ
αυτός που έχει σχήμα κάπως επίμηκες, μακρουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἐπιμήκης].