ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
ὑπόμηκες, ΜΑαυτός που έχει σχήμα κάπως επίμηκες, μακρουλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἐπιμήκης].