ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
και φυντανάκι, το, Ν φιντάνι
(υποκορ. τ.)
1. μικρός βλαστός, φιντάνι
2. μτφ. ο μικρός στην ηλικία, πολύ νεαρός, πρωτόβγαλτος.