σφραγιδοφύλακας

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

ο / σφραγιδοφύλαξ, -ακος, ΝΑ
νεοελλ.-μσν.
(κυρίως ως αξίωμα ανώτερου κρατικού λειτουργού)
ο φύλακας της σφραγίδας και, κυρίως, ο φύλακας της μεγάλης σφραγίδας του κράτους, θεσμός που αναπτύχθηκε από τον 11ο αιώνα, ιδίως στην Αγγλία, στη Γαλλία και στη Γερμανία
αρχ.
κοιλότητα σε δαχτυλίδι για τη στερέωση σφραγιδολίθου, πυελίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίς, -ίδος + φύλαξ, -ακος].