υποσημείωση

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

η / ὑποσημείωσις, -ώσεως, ΝΑ [[ὑποσημειῶ / -ώνω]]
σημείωση, παρατήρηση στο κάτω μέρος σελίδας εντύπου ή εγγράφου
αρχ.
1. πρόσθετη σημείωση
2. υπογραφή.