υποσημείωση
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
η / ὑποσημείωσις, -ώσεως, ΝΑ [[ὑποσημειῶ / -ώνω]]
σημείωση, παρατήρηση στο κάτω μέρος σελίδας εντύπου ή εγγράφου
αρχ.
1. πρόσθετη σημείωση
2. υπογραφή.