φυσίγγιο

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. πυρομαχικά πολεμικού ή κυνηγετικού όπλου, που περιλαμβάνει, σε ενιαίο σύνολο, βλήμα και προωθητική γόμωση, εγκλεισμένα σε περίβλημα ή σε κάλυκα εφοδιασμένον με εμπύρευμα
2. (ηλεκτρολ.-τεχνολ.) ανταλλακτικό στοιχείο αποζεύκτη κυκλώματος με ευτηκτική ασφάλεια, αποτελούμενο από κυλινδρικό μονωτικό περίβλημα εφοδιασμένο στα άκρα του με μεταλλικές επαφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσίγγη < φῦσιγξ. Η λ., στον λόγιο τ. φυσίγγιον, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].