φωταέριο

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(χημ.-τεχνολ.) αέριο, προϊόν ξηράς απόσταξης τών λιθανθράκων, που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για τις ανάγκες φωτισμού τών πόλεων και αργότερα για θέρμανση και άλλες οικιακές και βιομηχανικές χρήσεις και το οποίο έχει υποκατασταθεί πλέον από το φυσικό αέριο, αλλ. αεριόφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + αέριο. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. gaz de ville ή gaz d' eclairage ή gaz de houille και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. φωταέριον, από το 1834 στον Φιλ. Ιωάννου].