σχιζοφασία
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ. διαταραχή του προφορικού λόγου, η οποία θεωρείται υπομορφή της σχιζοφρενίας, η μη συστηματική σχιζοφρενία και κατά την οποία ο πάσχων χρησιμοποιεί λέξεις απομακρυσμένες από την έννοιά τους και άφθονους νεολογισμούς που καθιστούν τον λόγο του ακατανόητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schizophasia (< σχίζω + -φασία < φάσκω)].