υποστατικό

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source

Greek Monolingual

το / ὑποστατικόν, ΝΑ
νεοελλ.
αγρόκτημα
αρχ.
χρηματικό ποσό το οποίο έπρεπε να καταβάλλουν οι πρόσφατα μυημένοι, οι νέοι μύστες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαοτικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. ὑποστατικός.