Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυρκουάζ

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

και τουρκουάζ, το, Ν
άκλ.
1. (ορυκτ.) ένυδρο φωσφορικό ορυκτό του χαλκού και του αργιλίου, ανοιχτού κυανού χρώματος, που χρησιμοποιείται ευρύτατα ως πολύτιμος λίθος
2. (κατ. επέκτ.) το γαλαζοπράσινο χρώμα
3. είδος υφάσματος από μετάξι και βαμβάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. turquoise < μέσ. γαλλ. turquoyse / turquaise, θηλ. του turquoys / turqueis «τουρκικός» < παλ. γαλλ. turc «Τούρκος»].