τερμίτης

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

ο, Ν
συν. στον πληθ. οι τερμίτες
ζωολ. κοινή ονομασία της τάξης ισοπτερα, πρωτόγονων κοινωνικών εντόμων με 1.900 κυτταρινοφάγα, κυρίως ξυλοφάγα, είδη, που αφθονούν στις θερμές περιοχές της Γης και τα οποία, μολονότι δεν έχουν καμιά συγγένεια με τα μυρμήγκια, παραλληλίζονται ή προσομοιάζονται με αυτά λόγω τών πολλών κοινών χαρακτηριστικών που παρουσιάζει η κοινωνική τους οργάνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. termite < λατ. termes, -itis «τερηδών»].